-
1 καταιγιγνώσκω
καταιγιγνώσκω (s. γιγνώσκω), später καταγῑνώσκω; – 1) anmerken, an Einem Etwas bemerken; καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους Ar. Equ. 46, er merkte dem Alten seine Art ab; bes. von Nachtheiligem od. Lächerlichem, τὸ χωρίον νοσερὸν καταγνόντας D. L. 2, 109; οὐ καταγνώσομαί γε σοῦ, ὅπερ τῶν ἄλλων καταγιγνώσκω, ich werde von dir das nicht erleben, Plat. Phaed. 116 c; ἐμοῦ ἴσως κατέγνωκας, ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν Men. 76 c; ἐμαυτοῦ αὐτὸς κατέγνωκα μήποτ' ἂν δυνατὸς γενέσϑαι ἐγκωμιάσαι Tim. 19 d; Thuc. 3, 45 οὐδείς που καταγνοὺς ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσϑαι τῷ ἐπιβουλεύματι; 7, 51; übh. genau erkennen, ὅπως ἂν εὖ καταγνωσϑῇ δίκη Aesch. Eum. 643; καταγνωσϑεῖσα δίκη Antiph. 6, 3; τοὺς γνώμῃ ἐπιμελουμένους ϑᾶττον καὶ κερδαλεώτερον κατέγνων πράττοντας Xen. Oec. 2, 18; εἴπερ αὐτοὺς ἀγαϑοὺς ὄντας κατἐγνωσαν Ael. V. H. 14, 15. – Gew. 21 gegen Einen Etwas urtheilen, zu Jemandes Nachtheil entscheiden, verurtheilen, τινός τι, z. B. τῶν διαφυγόντων ϑάνατον, den Entflohenen den Tod zuerkennen, Thuc. 6, 60; ὧν ϑάνατος κατέγνωσται Dem. 24, 149; παρανόμων αὐτοῦ κατέγνωτε 25, 67; τοῦτον φόνου, diesen wegen Mordes verurtheilen, Lys. 1, 30; πολλῶν μηδισμοῦ ϑάνατον κατέγνωσαν Isocr. 4, 157; ϑάνατον, φυγὴν κατά τινος, D. Sic. 18, 62. 19, 21; ἐκτίνειν τὸ καταγνωσϑέν, wozu man verurtheilt worden, Isocr. 12, 10; Sp. auch καταγνωσϑεὶς ϑανάτῳ, D. Sic. 1, 77; Ael. V. H. 12, 49; c. in L, Paus. 4, 24, 2; auch einfach καταγιγνώσκων τοῦ ἀνϑρώπου, verurtheilen, Plat. Dem. 382 e. Allgemeiner, πολλήν γ' ἐμοῦ κατέγνωκας δυςτυχίαν, du hältst mich für sehr unglücklich, Plat. Apol. 25 a; μὴ καί τινα σκληρότητα ἡμῶν καὶ ἀγροικίαν καταγνῶ Rep. X, 607 b; τινὸς μηδὲν ἀνόσιον Antiph. 2 β 12; ἑαυτῶν ἀδικίαν Andoc. 1, 3; δειλίαν τινός Lys. 14, 16; τῶν ἀνϑρώπων δυςτυχίαν Isocr. 2, 12, vgl. 3, 40; πολλὴν μανίαν τινός 4, 133, wie μωρίαν 5, 21; πολλὴν ἐρημίαν ἡμῶν Is. 1, 2; τοσαύτην ἡμῶν εὐήϑειαν κατέγνωκε Dem. 30, 39. Her. vrbdt auch οὐκ ἐπιτήδεια καταγνόντες κατ' ἐμεῦ, 6, 97; καταγνωσϑεὶς πρὸς αὐτῶν νεώτερα πρήσσειν, beschuldigt, 6, 2; δειλίαν καταγνωσϑῆναι D. Hal. 11, 22; σκεῦος καταγνωσϑὲν ἀχρηστίαν, für unbrauchbar erklärt. – Καταγιγνώσκεσϑαι, verachtet werden, Pol. 5, 27, 6.
-
2 καταγιγνώσκω
I generally, καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους having observed his foibles, Ar.Eq.46; πολλήν γέ μου δυστυχίαν κατέγνωκας I have been very unfortunate by your way of it, Pl.Ap. 25a;πολλὴν ἡμῶν ἐρημίαν Is.1.2
; οὐκ ἐπιτήδεα κατά τινος κ. having formed unfavourable prejudices against one, Hdt.6.97: c. inf., of an unfavourable judgement,κ. ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι Th.3.45
, cf. 7.51;αὐτὸς ἐμαυτοῦ κατέγνων μὴ ἂν καρτερῆσαι X.Cyr.6.1.36
, cf. Pl.Ti. 19d: folld. byὅτι, ὡς, ἐμοῦ κατέγνωκας ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν Pl.Men. 76c
;οὐκ ἂν καταγνοίην ὑμῶν οὐδενὸς ὡς.. ἀμελήσετε D.21.4
(but κατεγνωκότες ὅτι.. ἐφθείρομεν despising us because.. Th.6.34, cf. PMagd. 42.4 (iii B.C.), Jul.Or.3.108b): c. part.,κ. τινὰ πράττοντα X.Oec.2.18
, cf. Cyr.8.4.9;τὸ Χωρίον νοσερὸν <ὂν> καταγνόντες D.L.2.109
:—[voice] Pass., to be judged unfavourably, lightly esteemed,παρολιγωρεῖσθαι καὶ καταγινώσκεσθαι Plb.5.27.6
; κατεγνωσμένος despised, Philostr.VS2.29.II c. acc. criminis, lay as a charge against a person,κ. ἑωυτῶν ἀνανδρείην Hp.
Aër.22;κ. τινὸς μηδὲν ἀνόσιον Antipho 2.2.12
; δειλίαν, δωροδοκίαν κ. τινός, Lys.14.16, 21.21;οὐδὲν ἀγεννὲς ὑμῶν καταγιγνώσκω D.21.152
;ἑαυτῶν ἀδικίαν And.1.3
; πολλὴν μανίαν, μωρίαν, Isoc.4.133, 5.21; ;τοσαύτην ὑμῶν εὐήθειαν D.30.38
: with gen. understood, οὐ γὰρ ἐκεῖνό γε (sc. σοῦ)καταγνώσομαι, ὡς.. Pl.Euthphr.2b
; laterκ. κατά τινος τὸν φόνον Porph.Abst.2.30
:—[voice] Pass., καταγνωσθεὶς δειλίαν being convicted of cowardice, D.H.11.22;κ. ἐπὶ λογοκλοπίᾳ D.L.8.54
; self-condemned,Ep.Gal.
2.11.2 c. gen. criminis,παρανόμων κ. τινός D.25.67
;παρανοίας ὑμῶν αὐτῶν Id.Prooem.35
: c. acc. pers., κ. τινὰ φόνου pronounce a verdict of murder against.., Lex ap. Lys.1.30; μὴ καταγιγνώσκωμεν τὸ (fort. τοῦ)μηδὲν εἰρηκέναι τὸν ἀποφηνάμενον Pl.Tht. 206e
.3 c. inf., κ. σφῶν αὐτῶν, ἑαυτοῦ ἀδικεῖν, charge oneself with.., Lys.20.6, Aeschin.2.6, cf. D.21.175, 206;κ. ὡς.. Isoc.9.78
:—so in [voice] Pass., καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν being suspected of doing, Hdt.6.2; κ. αὐθέντης (sc. εἶναι) Antipho 3.3.11; to be detected,ἔν τινι PFlor.175.16
(iii A.D.); alsoκατέγνωσται μελίκρητον ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ὡς καταγυιοῖ τοὺς πίνοντας Hp.Acut.56
.4 c. gen. pers. only, condemn,τοῦ ἀνθρώπου Pl.Demod. 382e
.III c. acc. poenae, give judgement or sentence against a person, κ. τινὸς θάνατον pass sentence of death on one, Th.6.60; Μηδισμοῦ κ. τινὸς θάνατον for Medism, Isoc.4.157;κ. τινὸς φυγήν And.1.106
;φυγὴν αὑτοῦ καταγνούς Lys.14.38
: c. inf.,κ. αὐτοῦ ἀποτεῖσαι τὰ Χρήματα D.56.18
; later θάνατον, φυγὴν κ. κατά τινος, D.S.18.62, 19.51:—[voice] Pass., , cf. Lys.13.39, Jusj. ap. D.24.149; laterκαταγνωσθεὶς θανάτῳ Ael.VH12.49
: abs., κατεγνώσθησαν they were condemned, Th.4.74, cf. And.4.8; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγιγνώσκω
-
3 ἐρημία
ἐρημ-ία, ἡ,I of places, a solitude, desert, wilderness, Hdt.3.98, A.Pr.2, etc. ;ἡ Σκυθῶν ἐ. Ar.Ach. 704
;ἀφίκετ' εἰς ἐ. Id.Lys. 787
; ἕρπει εἰς τὰς ἐρημίας to solitary places, Arist.HA 610b24, etc.II as a state or condition, solitude, loneliness, ἐρημίαν ἄγειν, to keep alone, E.Med.50 ;μονάδ' ἔχουσ' ἐ. Id.Ba. 609
(troch.) ;ἐρημίας τυχών Id.El. 510
; ; of persons, isolation, destitution, S.OC 957, Lys.18.25 ;πολλὴν ἡμῶν ἐ. καταγνόντες Is.1.2
; δι' ἐρημίαν from being left alone, Th.1.71, cf. 3.67 ;ἐρημίας ἐπειλημμένοι D.3.27
;εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐ. Men.39
.b of places, desolation,ἐρημίᾳ δοῦναί τι E.Tr.97
; ἐρημία..πόλιν ὅταν λάβῃ ib.26 ;ἀτριβὴς ὑπ' ἐρημίας Th.4.8
.2 c. gen., want of, absence,φίλων X.Mem. 2.2.14
; ἀρσένων, βροτῶν, ἀνδρῶν, E.Hec. 1017,Ba. 875 (lyr., pl.), Th. 6.102 ; (lyr.), etc. ; δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος without finding any enemy, X.HG3.4.21 ; τὴν ἐ. τῶν κωλυσόντων ὁρῶν seeing that there would be none to hinder him, D.4.49 ; ἐ. σώματος, = κενόν, Zeno Stoic.1.26 ; even ἐ. κακῶν freedom from evil, E. HF 1157.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий